- ἐρέτῃ
- ἐρέτηςrowersmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρέτη — ἐρέτης rowers masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… … Dictionary of Greek
υπηρέσιο(ν) — το / ὑπηρέσιον, ΝΑ κομμάτι από βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα σε κάθισμα λέμβου για να κάθονται πάνω σε αυτό οι επιβάτες αρχ. 1. ο μισθός τού κωπηλάτη 2. υπηρετικό πλοίο 3. υπόστρωμα ή σάγμα αλόγου 4. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπηρέσιον, τὸ παρ ἡμῑν, ᾧ… … Dictionary of Greek